- δικολογῶ
- δικολογέωplead causespres subj act 1st sg (attic epic doric)δικολογέωplead causespres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικολογώ — (AM δικολογῶ, έω) [δικολόγος] μσν. νεοελλ. συζητώ αρχ. αγορεύω στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
δικολόγημα — το (Μ δικολόγημα) [δικολογώ] λογομαχία … Dictionary of Greek